- σκιουρίδες
- οι, Νζωολ. οικογένεια σκιουρόμορφων τρωκτικών θηλαστικών, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον σκίουρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sciuridae (< σκίουρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… … Dictionary of Greek
μαρμότα — (Marmota). Γένος τρωκτικών θηλαστικών της οικογένειας των σκιουρίδων, το οποίο περιλαμβάνει 11 είδη. Το κυριότερο από αυτά ονομάζεται Marmota marmota και απαντά σε λιβάδια ή ξέφωτα δασών. Οι μ. περνάνε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε βαθιά… … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
σπερμόφιλος — Ζώο της οικογένειας των Σκιουριδών που ανήκει στην τάξη των τρωκτικών (της υπόταξης των σκιουρόμορφων). Οι σ. ζουν κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και διακρίνονται σε αμνοσπερμόφιλους και σε ωτοσπερμόφιλους. Έχουν αρκετά κοινά… … Dictionary of Greek
ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek